- βερεδάριος
- βερεδάριος και βερηδάριος, ο (Μ)ο έφιππος ταχυδρόμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < βέρεδος, βέρηδος ή, κατευθείαν, < λατ. veredarius (-ii) «έφιππος ταχυδρόμος» < veredus (-i) «ταχυδρομικό άλογο» (πρβλ. βέρεδος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βερεδάριος — veredus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βερεδαρίους — βερεδάριος veredus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βερεδαρίων — βερεδάριος veredus masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)